["Κάθε αρχή και δύσκολη μα και κάθε τέλος έρχεται μ'ένα δάκρυ..
έτσι κάπως αρχίζουν και τελειώνουν όλα σε τούτο το παιχνίδι.."]
Από το βιβλίο "Οι λεύκες ξαναγέμισαν πουλιά"
Εκεί που δεν είχαν τι να κάνουν, τι να πουν οι άνθρωποι σ' εκείνο το μικρό χωριό και στ' άλλα χωριά εναγύρω και πέθαιναν από ανία και πλήξη, το θέμα τους ήρθε ουρανοκατέβατο εκεί που δεν το περίμεναν. Κι έγινε η απασχόληση τους, τι Λέω, η απόλαυση τους. Το συζητούσαν παντού, στις ρούγες, στις αυλές και στις ξώπορτες οι γυναίκες, στους καφενέδες και τα κρασοπουλιά οι άνδρες, στα σοκάκια και στις αλάνες τα παιδιά.
—Τα μάθατε, τα μάθατε; Η Όλγα έφυγε, έλεγε ο ένας.
—Έφυγε; πού πήγε, στην πατρίδα της τη Ρωσία; ρωτούσε ο άλλος.
—Όχι! Όχι! Παράτησε τον άνδρα της το Σωτήρη, κι έφυγε, έσπευδαν να τους ενημερώσουν όσοι ήξεραν καλύτερα.
—Αμ τι καρτέραγε ο Σωτήρης; Κοριτσάκι η Όλγα κι εκείνος εξηντάρης, σιτεμένος, με 'κείνον θα καθόταν, είπε άλλος.
—Και φαινόταν καλό κορίτσι, αλλά σαν χόρτασε φαΐ δώθε πάν’ οι άλλοι, δεν τίμησε το ψωμί που έφαγε, είπε μια φαρμακόγλωσσα.
—Έτσι είναι οι ξένες, τι περιμένεις; «Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είν' και μπαλωμένο». Ξένη ήθελε ο Σωτήρης και πήρε την Όλγα. Κανείς δεν ξέρει πούθε κρατάει η σκούφια της και τώρα που 'φυγε θα ντρέπεται να βγει στην στράτα και στον καφενέ, είπε μια άλλη.
Οι γλώσσες δούλευαν ασταμάτητα, έκοβαν κι έραβαν, απορώ πως δεν πάθαιναν υπερκόπωση.
Την Όλγα την είχα συναντήσει καμιά δεκαριά φορές στο γραφείο που δούλευα. Είχε έρθει για δουλειές και μου έκανε άριστη εντύπωση. Ευγενική, με τα σπαστά ελληνικά της, με το γλυκό χαμόγελο που φώτιζε το κουκλίστικο πρόσωπο της, μελαχρινή, κοντούλα, γεμάτη κι αφράτη με τη δροσιά των εικοσιπέντε χρόνων της ήταν χάρμα οφθαλμών. Σ' ενάμισο χρόνο μαθεύτηκε πως παντρεύτηκε σε στενό οικογενειακό κύκλο σ' ένα ξωκλήσι με το Σωτήρη το ανύπαντρο γεροντοπαλίκαρο του σπιτιού που δούλευε.
Στα χωριά όλα μαθαίνονται. Ακούστηκε παντού για το πόσο καλή κοπέλα ήταν η Όλγα, και τι καλή νοικοκυρά, φιλόξενη και γλυκομίλητη, πρόσεχε τον πεθερό της και καλοδεχόταν τους συγγενείς. Όλοι όσοι ήξεραν καλοτύχιζαν το Σωτήρη που από το διάλεξε-διάλεξε, η μια του βρώμαγε η άλλη του μύριζε, από τον εγωισμό του, ήταν Βλέπεις μοναχογιός και νοικοκυρόπαιδο, κόντευε να μείνει μαγκούφης. Μα να που ο θεός τον καλοκάρδισε και του έτυχε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. Η μοίρα του είχε τάξει την Όλγα και του την έφερε από την άλλη άκρη του κόσμου από τη Ρωσία, έλεγαν κάποιοι. Άλλοι, έλεγαν, πως ήταν καλό σπίτι ανοιχτό και φιλόξενο και ο θεός τους αντάμοιψε.
Η Όλγα σαν άκουγε να τη λένε Ρωσοπόντια, κοκκίνιζε, πειραζόταν και διόρθωνε: «δεν είμαι Ρωσοπόντια, Πόντια είμαι, Ελληνίδα, Όλγα Αποστολίδου με λένε». Ήταν, έλεγαν, δασκάλα στον τόπο της, μορφωμένη κοπέλα. Ας όψεται η φτώχεια, έλεγαν κάποιοι. «Όλα τα θάματα κρατούν τρεις μέρες και το μεγάλο - της Ανάστασης του Κυρίου - έξι» λένε στο χωριό μου. Έτσι, σιγά-σιγά, ξεχάστηκε και το φευγιό της Όλγας κι ο Σωτήρης ξαναβγήκε στους καφενέδες και στις δουλειές του. Όποτε κάποιος τον ρώταγε για την Όλγα δεν έλεγε για κείνη κακιά κουβέντα, μόνο έλεγε πως δεν μπορούσε να την κρατήσει με το Ζόρι, ας πήγαινε στο καλό. Στο τέλος τον άφησαν ήσυχο και δεν τον ξαναρώτησαν για την Όλγα. Το θέμα ξεχάστηκε και οι χωριανοί έψαχναν να βρουν άλλο θέμα να ξομπλιάσουν, να περάσουν την ώρα τους και να λησμονήσουν τα δικά τους προβλήματα που σαν έβγαιναν από τη θύρα του σπιτιού τους τα σφάλιζαν μαζί της στο σπίτι και τ' άφηναν εκεί.
Είχαν περάσει δυο χρόνια πάνω-κάτω από το φευγιό της Όλγας. Είχα πάει στην Αθήνα και πέρασα από το γραφείο της φίλης μου της Βέτας, που είναι δικηγόρος, να τη δω.
—Κάτσε, μου είπε η φίλη μου, μη φεύγεις τώρα τελειώνω. Είναι μεσημέρι, θα πάμε να φάμε εδώ πιο κάτω σ' ένα εστιατόριο, είναι ευκαιρία να τα πούμε καλύτερα και να θυμηθούμε τα παλιά. Μάζεψε η Βέτα τα χαρτιά της και πήρε την τσάντα της να φύγουμε όταν στην πόρτα του γραφείου φάνηκε η Όλγα και μας χαιρέτησε.
— Κυρία Φυλλιώ, τι κάνετε, πώς από δω; είπε με έκπληξη όταν με είδε. Πλησίασε με αγκάλιασε και φιληθήκαμε.
—Η Βέτα είναι φίλη μου, συμμαθήτρια μου από το Γυμνάσιο. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ, Όλγα, τι κάνεις; ρώτησα και η έκπληξη μου έγινε χαρά.
—Α! Η Όλγα είναι ένα εξαιρετικό κορίτσι, πελάτισσα μου και καλή υπάλληλος, είπε η Βέτα.
—Ναι η κυρία Βέτα με βοήθησε πολύ. Μου έδωσε δουλειά, φιλία, στοργή, είπε η Όλγα.
—Την αξίζεις με το παραπάνω, Όλγα μου, είπε η Βέτα.
—Πότε φεύγετε, κυρία Φυλλιώ; θέλω να σας μιλήσω, θα μου κάνατε χάρη αν γινόταν να έρθετε στο σπίτι μου.
—Θα μείνω τρεις-τέσσερις μέρες, Όλγα. Αν θέλεις αύριο το πρωί μπορώ να έρθω ή μήπως έχεις άλλη δουλειά; Αλλά θέλω να μου μιλάς στον ενικό, σε θεωρώ φίλη μου.
Συνφωνήσαμε και την επόμενη στις 10 το πρωί χτυπούσα το κουδούνι στην πόρτα της Όλγας σ' ένα διαμέρισμα κάπου στο Περιστέρι. Μου άνοιξε η Όλγα χαμογελώντας καλόκαρδα. Με πέρασε στο σαλονάκι της.
—Κάθισε μέχρι να ετοιμάσω καφέ, μου είπε.
Όσο να έρθει η Όλγα παρατηρούσα το σπίτι της που άστραφτε από καθαριότητα και μου έκανε εντύπωση το καλό της γούστο στην επίπλωση του, που ήταν απλή χωρίς να κοστίζει πολύ, μα με αρχοντιά. Σε λίγο ήρθε η Όλγα κρατώντας ένα δίσκο με τους καφέδες και μια πιατέλα γεμάτη κομμάτια κέικ.
— Ξέρεις, Φυλλιώ, όταν σε είδα ένιωσα πως συνάντησα ένα δικό μου άνθρωπο, την αδελφή μου, τη μάνα μου, πες, που είναι μακριά. Σ' ευχα-ριστώ που ήρθες σπίτι μου.
—Εκείνες τις λίγες φορές που είχαμε συναντηθεί κάτω στο χωριό, στο γραφείο μου, σε συμπάθησα και σ' εκτιμώ, Όλγα, είπα.
—Έχω τόση ανάγκη ν' ανοίξω την καρδιά μου σε μια φίλη, έτσι σε θεωρούσα και σε θεωρώ κι ας μην είχαμε έρθει πιο κοντά, Φυλλιώ, αλλά πιες τον καφέ σου, θα κρυώσει· το κέικ το έφτιαξα εγώ.
—Ευχαριστώ, όλα είναι υπέροχα,είπα.
—Τι λένε, Φυλλιώ, στο χωριό για μένα; Ο Σωτήρης τι κάνει;
—Ο Σωτήρης είναι καλά. Όσο για το τι λένε, τι να σου πω; Ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να πεις λένε πάντα κάτι έτσι για να περνάει η ώρα τους, μικρή βλέπεις η κοινωνία, χωρίς πολλά ενδιαφέροντα οι άνθρωποι. Εσένα τι σε νοιάζει; Είσαι βλέπω μια χαρά και χαίρομαι γι αυτό, Όλγα.
—Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα, δεν ήθελα να φτάσω εκεί, μα δεν άντεχα άλλο.
—Δεν είμαι 'γω που θα σε κρίνω, Όλγα, αν έχεις ανάγκη να μιλήσεις, μίλα, είμαι έτοιμη να σ' ακούσω.
Άρχισε η Όλγα να μιλάει κι ήταν χείμμαρος ο λόγος της.
«Ξεκίνησα, Φυλλιώ, από τον τόπο μου με την ευχή των γονιών μου που υπέκυψαν στην επιμονή μου, όταν άνοιξε ο δρόμος κι ερχόταν κόσμος στη Ελλάδα. Ελλάδα ακούγαμε κι Ελλάδα δεν ξέραμε, όμως μες στην ψυχή μας, γενεές-γενεών, ήταν βαθιά ριζωμένη η γνώση πως στην Ελλάδα ήταν οι ρίζες μας. Εμείς είμαστε, λέγαμε, κλωνιά και φύλλα στο μεγάλο δέντρο του Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός του Πόντου, κυνηγημένος από πολλούς που ήθελαν τον αφανισμό του, σκόρπισε σ' όλα τα σημεία της απέραντης χώρας που την έλεγαν Σοβιετική Ένωση. Αντέξαμε, μείναμε Έλληνες. Μιλούσαμε μεταξύ μας τα ποντιακά κρυφά, μείναμε Χριστιανοί Ορθόδοξοι και είχαμε στην καρδιά μας την Ελλάδα. Μόλις άλλαξε η πολιτική κατάσταση τα πράγματα στένεψαν, δυσκόλεψαν οικονομικά. Κάποτε θα φτιάξουν, θα γίνουν καλύτερα , μα θ' αργήσουν. Γεννήθηκα στο Ουζμπεκιστάν σ' ένα χωριό κοντά στην Τασκένδη, εκεί που έφεραν τους δικούς μου οι διαταγές του Στάλιν. Τα πράγματα δύσκολα, εγώ σαν δασκάλα δεν είχα δουλειά. Η αδελφή μου κι ο άνδρας της, γιατροί κι οι δυο, ίσα που ζούσαν. Οι γονείς μου, αγρότες, ψευτοζούσαν. Αποφάσισα κι ήρθα στην Ελλάδα να ζήσω καλύτερα και να παντρευτώ εδώ, να κάνω οικογένεια. Δύσκολα κι εδώ, δεν ήξερα τη γλώσσα που μιλάει ο κόσμος. «Αρχή είναι», είπα, «θα φτιάξουν όλα με τον καιρό, θα παλέψω». Πήγαινα και δούλευα στις λαϊκές αγορές και στα πανηγύρια με άλλους συντοπίτες μου. Μετά γνωρίστικα με κυρίες και δούλευα τ' απογεύματα και τα πρωινά, όταν δεν είχα λαϊκή, στα σπίτια τους· καθάρισμα, πλύσιμο χαλιών, τέτοιες δουλειές. Άρχισα να μαζεύω λίγα χρήματα. Μια μέρα εκεί στη λαϊκή ήρθε ένας κύριος καλοντυμένος, πλησίασε προς το μέρος μου κι έτρεξα να τον εξυπηρετήσω.
— Δε θέλω να ψωνίσω, κοπέλα μου, να σου μιλήσω θέλω.
— Σας ακούω, κύριε, είπα.
Μου είπε πως με ήθελε για δουλειά. Είχε την πεθερά μου, μια ηλικιωμένη γυναίκα, άρρωστη, κατάκοιτη από εγκεφαλικό στο χωριό. Ήθελαν μια γυναίκα να τη φροντίζει. Με έβλεπε ταχτικά στη λαϊκή, του είχα κάνει καλή εντύπωση και γι’ αυτό πρότεινε σε μένα να πάω. Αν δεχόμουν θα είχα καλό μισθό, φαγητό, στέγη και τα δώρα μου από τα παιδιά της. Αποφάσισα να πάω, δεν είχα να χάσω τίποτα αν δε μου άρεσε θα έφευγα. Έτσι βρέθηκα στο χωριό, στο σπίτι του Σωτήρη του άνδρα μου που έμενε με την άρρωστη μάνα του και τον πατέρα του που είχε περάσει τα ογδόντα του. Έμεινα, κόλλησα, καθώς έλεγε ο Σωτήρης. Καλοί άνθρωποι, ευγενική και καλόκαρδη η άρρωστη πέρναγα καλά. Νοικοκυρόσπιτο, γεμάτο το σπίτι, το κατώι γεμάτο λάδια, κρασιά, ελιές, καρπούς, φρούτα, πλούσια τα πάντα. Μετά από τόση στέρηση είπα πως ήρθα στον παράδεισο.
Ο Σωτήρης ήταν τότε πενήντα πέντε χρονών καλοστεκούμενος, καλοζωισμένος, ομορφάντρας κι εγώ εικοσιπέντε. Ήταν μαζί μου όλο περιποιήσεις κι ευγένεια. Είχα ανάγκη από ένα δικό μου άνθρωπο και τον βρήκα στο Σωτήρη. Σ' ένα χρόνο από τον πηγαιμό μου στο χωριό έφυγε η μάνα του Σωτήρη. Εγώ της έκλεισα τα μάτια, ας είναι άγιο το χώμα της. Μετά την κηδεία και το σαρανταήμερο μνημόσυνο μίλησα στο Σωτήρη.
—Τώρα πρέπει να φύγω, του είπα, τι να κάνω πια εδώ.
— Γιατί να φύγεις; Σε έδιωξε κανείς; Πού θα πας; ρώτησε κείνος. Σε χρειαζόμαστε και σ' αγαπάμε, συνέχισε, μόλις περάσει το πένθος σ' έξι μήνες, αν θέλεις θα παντρευτούμε. Δε σε θέλω για δούλα, σύντροφο μου και κυρά στο σπίτι μου σε θέλω.
Έμεινα και παντρευτήκαμε με το Σωτήρη. Στην αρχή ήμουν ευτυχισμένη. Έκανα όνειρα, είχα ένα σπίτι δικό μου, τον άνδρα μου που μ' αγαπούσε, θα κάναμε παιδιά και θα γέμιζε με παιδικές χαρούμενες φωνές το σπίτι κι η αυλή. Τα χρόνια πέρασαν, δυο-τρία, και το παιδί δεν ερχόταν. Ήθελα πολύ ένα παιδί, ήθελα να πάρω τη σκυτάλη της Ζωής μου και να την πάω πιο πέρα, γιατί εκτός των άλλων πιστεύω ότι τα παιδιά είναι εκείνα που μας διαδέχονται στη σκυταλοδρομία της Ζωής και του χρόνου. Δεν έβλεπα και στο Σωτήρη την ίδια λαχτάρα, την ίδια επιθυμία. Του είπα να πάμε σε γιατρούς κι αν υπήρχε πρόβλημα να μας βοηθήσουν. Ο Σωτήρης δεν ήθελε να πάμε σε γιατρούς, δεν ήθελε εξετάσεις. «Αν ήθελε ο θεός θα μας έδινε παιδί». Δεν ήθελε ν' ακούσει γιαυτό το θέμα πια κουβέντα, είπε.
Ο καιρός πέρναγε, εγώ έφτασα τα τριάντα κι ο Σωτήρης τα εξήντα και παιδί πουθενά. Δεν έφτανε αυτό, αγόρασε κατσίκες κι εγώ έπρεπε να τις ταΐζω, να τις αρμέγω, να πίζω το τυρί, να φροντίζω τις κότες και τα κουνέλια, να φτιάγνω κήπους, δουλειές που ποτέ δεν ήξερα να κάνω. Επιπλέον πήγαινα μαζί του στο λιομάζεμα και σ' όλες τις αγροτικές δουλειές· είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία. Τα βράδια που πήγαινα για ύπνο πονούσαν τα πόδια μου και το κορμί μου από την κούραση. Έκανα υπομονή, μα πόσο; Ο Σωτήρης μου είχε πει πως με ήθελε σύντροφο και κυρά κι εγώ σιγά-σιγά κατάντησα να είμαι δούλα δίχως μισθό. Δούλευα για ένα πιάτο φαΐ. Από την άλλη ο πεθερός μου έκανε σ' όλα κουμάντο. Μια μέρα άλλαξα θέση σε κάποια έπιπλα στο σαλόνι για να κάνω πιο πολύ χώρο. Σαν τα είδε ο πεθερός μου πρασίνισε από το κακό του.
—Άκου να σου πω, Όλγα, αυτά να τα κάνεις στο σπίτι σου, στα έπιπλα σου και στο σαλόνι σου, είπε. Εδώ είναι το σπίτι μου, κατάλαβες;
Και η αλήθεια ήταν αυτή, Φυλλιώ, το σπίτι ήταν δικό του κι όχι του Σωτήρη, δεν του το είχε κάνει συμβόλαιο. Το σπίτι θα το άφηνε έτσι για να έρχονται όλα του τα παιδιά και τα εγγόνια του. Στο Σωτήρη είχε γράψει τη μισή περιουσία αλλά από τα εισοδήματα έπαιρνε ο πεθερός μου τα περισσότερα χρήματα. Νόμιζε,βλέπεις,πως αν είχε χρήματα θα ήταν εξασφαλισμένος, θα τον κοιτάγαμε. Δεν είχε καταλάβει πως η αγάπη των ανθρώπων σου σ' εξασφαλίσει στα γηρατειά κι όχι τα λεφτά. Άρχισα να στεναχωριέμαι, έγινα νευρική, έχασα το κέφι μου. Ένιωθα ανασφάλεια, τα χρόνια περνούσαν κι εγώ δεν είχα παιδιά, μήτε σπίτι, μήτε περιουσία, τίποτα δικό μου. Ο Σωτήρης ήταν αδύνατος χαρακτήρας, είχε αδυναμία στον πατέρα του κι έτσι γινόταν ό,τι ήθελε κείνος. Η αδελφή του Σωτήρη δεν ανακατευόταν, έκανε πως δεν καταλάβαινε τι γινόταν.
Μια μέρα είπα στο Σωτήρη να συζητήσουμε. Του πρότεινα να πάρουμε, να υιοθετήσουμε ένα παιδί. Στην αρχή είπε «να δούμε» και στη συνέχεια αρνήθηκε. Του είπα τότε πως δεν άντεχα πια να δουλεύω για ένα πιάτο φαΐ κι έτσι που πήγαιναν τα πράγματα μπορεί και να έφευγα.
—Εγώ δεν κρατώ κανέναν με το Ζόρι, μου είπε, αν θες να φύγεις άιντε στο καλό. Πάντως δε σε διώχνει κανείς. Όσο για παιδί ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι θα είμαστε χωρίς παιδιά.
Ένιωσα να μη μ' αγαπάει ο άνδρας μου, ν' αδιαφορεί να μη με φροντίζει, να μη με προστατεύει. Δεν είχα από πού να πιαστώ, πού να στηριχτώ, ένιωσα μόνη και ξένη.
Ήταν, θυμάμαι, Κυριακή πρωί που ο πεθερός μου αναίτια μου μίλησε προσβλητικά, άπρεπα. Ο Σωτήρης δεν πήρε θέση. Πικράθηκα πολύ. Δεν αναγνώριζαν την προσφορά μου. Αισθάνθηκα αδικημένη, προδομένη, ένα τίποτα, ένα μηδενικό. Κατάλαβα, για μια ακόμη φορά, πως ποτέ δε με είδαν σαν οικοδέσποινα, έμεινα για αυτούς η υπηρέτρια, η ξένη. Ο Σωτήρης με τον πεθερό μου έφυγαν μετά απ' αυτό για το καφενείο. Έμεινα στο σπίτι μόνη, όπως έμενα συχνά, μαγείρεψα και τους περίμενα. Μπήκα σε μια στιγμή στη σάλα, κοίταξα εναγύρω, όλα τα πράγματα ήταν του σπιτιού, ήσαν της πεθεράς μου, τίποτα δικό μου, το ίδιο στην κρεβατοκάμαρα, στην κουζίνα, παντού. Ένα απέραντο κενό, απελπισία και μοναξιά γέμισαν την ψυχή μου.
—Τι με κρατάει εδώ μέσα; αναρωτήθηκα. Όλα είναι ξένα, εγώ τους είμαι ξένη.
Πήρα αμέσως μια βαλίτσα κι έβαλα μέσα όπως-όπως όσα ρούχα μου χώραγε, πήρα κάποια χρήματα, οικονομίες, 50-60 χιλιάδες δραχμές, τα δικαιούμουν, τόσα χρόνια δούλεψα κει μέσα και βγήκα στο δρόμο. Πιο κάτω είναι το ξωκλήσι της Παναγιάς, μπήκα μέσα άναψα κερί και την παρακάλεσα να σταθεί κοντά μου, στήριγμα μου. Πέρναγε στη δημοσιά ένα ταξί μπήκα μέσα και πήγα στο σταθμό του τρένου στο κοντινό κεφαλοχώρι. Σε λίγο ήρθε το τρένο ανέβηκα κι ήρθα στην Αθήνα.
Με φιλοξένησε μια-δυο βδομάδες μέχρι να ταχτοποιηθώ μια φίλη μου, από τα μέρη μου. Εκείνη μου σύστησε τη φίλη σου την κυρία-Βέτα. όταν τη ρώτησα για δικηγόρο. Τη δεύτερη κιόλας μέρα από το φευγιό μου πήγα και τη βρήκα . Έβαλα εμπρός τις διαδικασίες για το διαζύγιο. Της είπα την ιστορία μου και ότι δεν είχα χρήματα μα θα δούλευα και θα την πλήρωνα.
—Μην ανησυχείς για χρήματα, μου είπε. Έχεις δουλειά ή θέλεις βοήθεια;
—Δεν έχω μα θα ψάξω και κάτι θα βρω. Κάνω ό,τι δουλειά τύχει αρκεί να είναι τίμια.
Εκείνες τις μέρες έφευγε με σύνταξη η καθαρίστρια που καθάριε το μέγαρο κι έψαχναν να βρουν αντικαταστάτρια και με ρώτησε αν ήθελα ν' αναλάβω εγώ. Πήρα τη δουλειά με καλό μισθό και ασφάλεια. Μου έδωσαν κι ένα καλό ποσό προκαταβολή. Νοίκιασα τούτο το δυάρι σιγα-σιγά το γέμισα με δικά μου πράγματα. Έφτιαξα το νοικοκυριό μου. Ηρέμησα, Φυλλιώ, έχω την κούραση μου και τη μοναξιά μου μα η δουλειά μου, η ασφάλεια μου, το σπίτι μου, μου δίνουν αυτοπεποίθηση. Ζω αξιοπρεπώς. Έχω και βιβλιάριο στην τράπεζα. Μαζεύω χρήματα για ν' αγοράσω σπίτι, ας είναι μικρό αρκεί να είναι δικό μου, να μην πληρώνω νοίκι.
Το διαζύγιο προχωράει και σ' ένα μήνα τελειώνει. Δε Ζήτησα τίποτα από το Σωτήρη ούτε αποζημίωση, όπως θα μπορούσα για τα πέντε χρόνια που δούλευα κοντά του, ούτε διατροφή. Την ελευθερία μου του Ζήτησα μόνο και δέχτηκε. Του εύχομαι κάθε καλό, υγεία και να βρει την ευτυχία. Πολλοί μου λένε να παντρευτώ μα δε βιάζομαι, να ηρεμήσω ακόμη, ν' αγοράσω σπίτι και βλέπουμε. Είμαι τριανταδύο χρόνων, μέχρι τα τριάντα πέντε μπορώ να περιμένω».
Σταμάτησε, πήρε ανάσα και με κοίταξε ίσια στα μάτια να δει την αντίδραση μου.
—Εσύ τι λες Φυλλιώ; ρώτησε ανυπόμονα.
—Τι να σου πω εγώ; Εσύ ξέρεις και μπορείς να κουμαντάρεις τη Ζωή σου, απάντησα.
—Με κατακρίνεις που έφυγα, που άφησα το Σωτήρη;
—Ποια είμ’ εγώ που θα σε κατακρίνω, κορίτσι μου; είπα.
—Βρήκα τον αυτοσεβασμό μου, την αξιοπρέπεια μου σαν άνθρωπος και δε μετάνιωσα, Φυλλιώ. Ο θεός με βοήθησε και στάθηκα όρθια. Η ώρα είχε περάσει, τη χαιρέτησα, της ευχήθηκα από καρδιάς κάθε καλό και έφυγα.
Πέρασαν δυο χρόνια από τότε και μια μέρα πήρα ένα προσκλητήριο γάμου. Παντρευόταν η Όλγα και με καλούσε στο γάμο της. Η φίλη μου η δικηγορίνα με πληροφόρησε πως ο γαμπρός ήταν ένας έμπορος, καλός άνθρωπος, γύρω στα σαράντα, με καλή πελατεία. Είχε το μαγαζί του στη γειτονιά που έμενε η Όλγα. Κουμπάρα στο γάμο ήταν η Βέτα. Δε μπορούσα να πάω στο γάμο. Της έστειλα ένα δώρο και μύριες ευχές για μια ζωή ευτυχισμένη.
Δύο χρόνια μετά το γάμο της, η Όλγα με κάλεσε να γίνω νονά στο ένα από τα δίδυμα παιδιά της, στο κοριτσάκι. Το αγόρι θα το βάφτιζε η Βέτα. Πήγα με πολλή χαρά κι έβγαλα την κόρη της Όλγας, όπως η ίδια μου το ζήτησε, Φυλλιώ. Το αγοράκι η Βέτα το είπε Βασίλη, το όνομα του πατέρα της. Ο Τάσος, ο άνδρας της Όλγας, χαμογελούσε ευτυχισμένος, το ίδιο ευτυχισμένη έλαμπε δίπλα του η Όλγα. Τους λίγους καλεσμένους τους, μετά τη Βάφτιση, περιποιήθηκαν στο άνετο τεσσάρι διαμέρισμα τους που είχαν αγοράσει μαζί με τις οικονομίες τους.
Φεύγοντας, την άλλη μέρα, είχα στο νου την ευτυχισμένη τους οικογένεια. Επιτέλους η νεαρή Ελληνοπόντια από το Ουζμπεκιστάν είχε βρει την ευτυχία. Εύχομαι από αυτό το όμορφο όνειρο της να μην ξυπνήσει ποτέ.
["Δεν είναι πως δεν βλέπουμε..Το χειρότερο όμως είναι πως δεν μιλάμε..
Σε είδα πάρ'αυτα άγγελέ μου και σ'άκουσα μέσα μου όσο κανείς..
Συγχώρα μου το λίγο που μου'ρθε πολύ.."]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου